- θευφορία
- θευ-φορία, ἡ,= θεοφορία, AP6.220.4 (Diosc.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θευφορία — θευφορία, ἡ (Α) (δωρ. τ.), βλ. θεοφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. θεοφορία. Το α συνθετικό θευ είναι δωρ. τ. του θεο *] … Dictionary of Greek
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θευφορίης — θεοφορία fem gen sg (epic ionic) θευφορία fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)